θεσμοφόρια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Θεσμοφόρας Δήμητρας, σχετική με τη γονιμότητα της γης και την ευγονία των γυναικών. Τα Θ., στα οποία μετείχαν μόνο έγγαμες γυναίκες, τελούνταν τον μήνα Πυανεψιώνα (μέσα Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου), που συνέπιπτε με … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
θεσμοφορίοις — θεσμοφόρια at the Th. neut dat pl θεσμοφόριον temple of Demeter neut dat pl θεσμοφόριος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφορίοισι — θεσμοφόρια at the Th. neut dat pl (epic ionic aeolic) θεσμοφόριον temple of Demeter neut dat pl (epic ionic aeolic) θεσμοφόριος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφορίων — θεσμοφόρια at the Th. neut gen pl θεσμοφόριον temple of Demeter neut gen pl θεσμοφόριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόρι' — θεσμοφόρια , θεσμοφόρια at the Th. neut nom/voc/acc pl θεσμοφόρια , θεσμοφόριον temple of Demeter neut nom/voc/acc pl θεσμοφόριε , θεσμοφόριος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόριον — temple of Demeter neut nom/voc/acc sg θεσμοφόριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)